καπᾱνα

καπᾱνα
καπᾱ́να
Grammatical information: f.
Meaning: Thessalic word for `waggon' = ἀπήνη (Xenarch. 11, H.), `cross-bar of the waggon (?)' (Poll. 1, 142), καπᾶναι (καπαλαί cod.) φάτναι H.
Derivatives: καπάναξ `side-piece of the waggon-box ' (Poll. ibid.; cf. δίφραξ from δίφρος); καπανικώτερα adjunct of Θετταλικά (δεῖπνα) in Ar. Fr. 492, in Ath. 9, 418d = ἁμαξιαῖα `filling a waggon', acc. to H. as alternative = χορταστικώτερα, ἀπὸ τῆς φάτνης `more foodful, more plenteous' (LSJ, from καπάνη = κάπη). - Unclear καπάνη τριχίνη κυνῆ, καπάνια ἁρπεδόνες, καπαλίζει ζευγηλατεῖ H. - Here also Καπανεύς EN? (Boßhardt Die Nom. auf -ευς 121).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Prob. prop. `chest', formation in -ᾱνᾱ (Chantraine Formation 206; cf. esp. ἀπήνη) from κάπη, κάπτω?, s. v. καπάνα reminds of Gallorom. capanna (Alessio Studi Etr. 19, 175 n. 34). Kuiper Μνήμης χάριν 1, 213 n. 9 compared ἀπήνη, with κ\/zero, which means that the word is Pre-Greek, which seems more probable. Fur. 224 n. 96 compares γάπος ὄχημα. Τυρρηνοί H.
Page in Frisk: 1,780

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κάπα — κάπᾱ , κάπη crib fem nom/voc/acc dual κάπᾱ , κάπη crib fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάπα — και κάππα, η (Μ κάπα και κάππα) φαρδύ χοντρό πανωφόρι τών ορεσίβιων χωρικών φτιαγμένο από μαλλί προβάτου ή κατσίκας νεοελλ. 1. στρατιωτικό πανωφόρι που φορούν οι εύζωνοι 2. γυναικείο πανωφόρι χωρίς μανίκια 3. παροιμ. «έκαψα την κάπα μου για να μη …   Dictionary of Greek

  • κάπα — η (λ. λατ.), πανωφόρι: Οι τσοπάνηδες το χειμώνα φορούν την κάπα τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλά κάπα — (λ. ιταλ.), επιρρημ. έκφραση που σημαίνει ανάποδα: Ό,τι πεις το παίρνει αλά κάπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καπάνας — καπά̱νᾱς , καπάνη chariot fem acc pl καπά̱νᾱς , καπάνη chariot fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάπας — κάπᾱς , κάπη crib fem acc pl κάπᾱς , κάπη crib fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπάνη — καπά̱νη , καπάνη chariot fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπάνης — καπά̱νης , καπάνη chariot fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • βιντεοτέξ — (videotext).Σύστημα αμφίδρομης μορφής επικοινωνίας το οποίο χρησιμοποιεί το τηλεφωνικό ή άλλης μορφής καλωδιακό δίκτυο για τη μετάδοση πληροφοριών ή άλλων δεδομένων που βρίσκονται αποθηκευμένες σε τράπεζες πληροφοριών. Η σύνδεση και η επικοινωνία …   Dictionary of Greek

  • καπάτος — καπᾱτος, ὁ (Μ) ο ντυμένος με κάπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπα + κατάλ. άτος (πρβλ. αφρ άτος, λουλουδ άτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”